παρακλητικῶς

παρακλητικῶς
παρακλητικός
stimulating
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρακλητικός — ή, ό / παρακλητικός, ή, όν, Ν ΜΑ [παρακαλώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράκληση, ικετευτικός νεοελλ. μσν. 1. το θηλ. ως ουσ. η Παρακλητική εκκλ. λειτουργικό βιβλίο τής Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας το οποίο περιέχει κανόνες και τροπάρια …   Dictionary of Greek

  • мольбьно — (3*) нар. 1. С молитвой: гробъ в немьже великыи ап(с)лъ. ѥуа(г)лсть. і҃ѡ. хотѧ преставитисѧ. погребенъ бы(с) перстью ст҃ою. ближними помазаниѥмь ст҃го д҃ха. въ •и҃•и. д҃нь м(с)ца маи˫а. молебно внезапу исходить. Пр 1383, 62б; аще и грѣхы бѹде(т)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”